- ανδραγαθώ
- (ε) αμετ. проявлять мужество, храбрость; совершать подвиг
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανδραγαθώ — (AM ανδραγαθώ, έω) εκτελώ γενναία πράξη, δείχνομαι γενναίος αρχ. είμαι άντρας αγαθός και γενναίος, δείχνομαι παληκάρι … Dictionary of Greek
ανδραγαθώ — ησα, κάνω γενναίες πράξεις, δείχνομαι παλικάρι: Στον τελευταίο πόλεμο ανδραγάθησε κι ας μη μιλά ποτέ γι αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνδραγαθῶ — ἀνδραγαθέω behave in a manly pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀνδραγαθέω behave in a manly pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδραγαθίζομαι — (Α ἀνδραγαθίζομαι) ανδραγαθώ, κάνω ανδραγάθημα αρχ. είμαι ή εμφανίζομαι ως γενναίος, παριστάνω το παληκάρι … Dictionary of Greek
βλαστημώ — ( άω) (AM βλασφημῶ, έω) 1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων 2. αναθεματίζω, καταριέμαι μσν. νεοελλ. οικτίρω νεοελλ. 1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον 2. φρ. «βλαστήματα» εκδήλωση στενοχώριας και… … Dictionary of Greek
ενανδραγαθώ — ἐνανδραγαθῶ ( έω) (Μ) ανδραγαθώ, κάνω ανδραγαθία κάπου … Dictionary of Greek
συνανδραγαθώ — έω, Α ανδραγαθώ μαζί με κάποιον … Dictionary of Greek